-
1 сорока
сорока 1-и θ.1. κίσσα η μακρόουρη, καρακάξα.2. φλύαρος, -η• κουτσομπόλης, -α.εκφρ.сорока на хвосте принесла – (για ειδήσεις ή πληροφορίες) άγνωστο από που προήρθε, τρέ-χα-γύρευε ποιος την έφερε;•заладила -якова (одно про всяково) – κοπανώ τα ίδια και τα ίδια•как (точно) сорока на колу вертеться (крутить(ся) – στριφογυρίζω σαν την κωλοσούσα (είμαι ανησύχαστος, αεικίνητος, ασταμάτητος).сорока 2-и θ.είδος παλαιού γυναικείου καπέλου.